ημεραργία

ημεραργία
η
1. υποχρεωτική αργία σε εργάσιμη ημέρα: Είχαμε πολλές ημεραργίες αυτόν το μήνα.
2. αποζημίωση που καταβάλλεται για τις υποχρεωτικές αργίες: Απεργούν, γιατί δεν πήραν ακόμη τις ημεραργίες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ημεραργία — η 1. η καταναγκαστική αργία σε εργάσιμη ημέρα 2. αποζημίωση που καταβάλλεται σε κάποιον για ημιαργία ή για απομάκρυνση από την εργασία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)* + αργία] …   Dictionary of Greek

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”